Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δολιόφρων
δολιχαίων
δολίχαυλος
δολιχαύχην
δολιχεγχής
δολιχήρετμος
δολιχοδρομέω
δολιχοδρόμος
δολιχός
δόλιχος
δολιχόσκιος
δολιχόφρων
δολόεις
δολοκτασίαι
δολομᾱ́χανος
δολομήδης
δολομήτης
δολόμῡθος
δολοπλοκίαι
δολοπλόκος
δολοποιός
View word page
δολιχό-σκιος
δολιχόσκιοςονadjδολιχόςσκιᾱ́ of a spearcasting a long shadowHom.

ShortDef

casting a long shadow

Debugging

Headword:
δολιχόσκιος
Headword (normalized):
δολιχόσκιος
Headword (normalized/stripped):
δολιχοσκιος
IDX:
9776
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9777
Key:
δολιχόσκιος

Data

{'headword_display': '<b>δολιχό-σκιος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δολιχό<hyph/>σκιος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>δολιχός</Ref><Ref>σκιᾱ́</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a spear</Indic><Tr>casting a long shadow</Tr><Au>Hom.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δολιχόσκιος'}