Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δολιόμῡθος
δολιόπους
δόλιος
δολιόφρων
δολιχαίων
δολίχαυλος
δολιχαύχην
δολιχεγχής
δολιχήρετμος
δολιχοδρομέω
δολιχοδρόμος
δολιχός
δόλιχος
δολιχόσκιος
δολιχόφρων
δολόεις
δολοκτασίαι
δολομᾱ́χανος
δολομήδης
δολομήτης
δολόμῡθος
View word page
δολιχο-δρόμος
δολιχοδρόμοςουm long-distance runnerPl. X. Plu.

ShortDef

running the long course

Debugging

Headword:
δολιχοδρόμος
Headword (normalized):
δολιχοδρόμος
Headword (normalized/stripped):
δολιχοδρομος
IDX:
9773
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9774
Key:
δολιχοδρόμος

Data

{'headword_display': '<b>δολιχο-δρόμος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>δολιχο<hyph/>δρόμος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>long-distance runner</Tr><Au>Pl. X. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'δολιχοδρόμος'}