Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δολερός
δολιόμητις
δολιόμῡθος
δολιόπους
δόλιος
δολιόφρων
δολιχαίων
δολίχαυλος
δολιχαύχην
δολιχεγχής
δολιχήρετμος
δολιχοδρομέω
δολιχοδρόμος
δολιχός
δόλιχος
δολιχόσκιος
δολιχόφρων
δολόεις
δολοκτασίαι
δολομᾱ́χανος
δολομήδης
View word page
δολιχ-ήρετμος
δολιχήρετμοςονadjἐρετμόν of ships, sailorswith long oarsOd.of an islandwith long-oared shipsPi.

ShortDef

long-oared

Debugging

Headword:
δολιχήρετμος
Headword (normalized):
δολιχήρετμος
Headword (normalized/stripped):
δολιχηρετμος
IDX:
9771
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9772
Key:
δολιχήρετμος

Data

{'headword_display': '<b>δολιχ-ήρετμος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δολιχ<hyph/>ήρετμος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἐρετμόν</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of ships, sailors</Indic><Tr>with long oars</Tr><Au>Od.</Au><aS2><Indic>of an island</Indic><Tr>with long-oared ships</Tr><Au>Pi.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'δολιχήρετμος'}