Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δοκώ
δολερός
δολιόμητις
δολιόμῡθος
δολιόπους
δόλιος
δολιόφρων
δολιχαίων
δολίχαυλος
δολιχαύχην
δολιχεγχής
δολιχήρετμος
δολιχοδρομέω
δολιχοδρόμος
δολιχός
δόλιχος
δολιχόσκιος
δολιχόφρων
δολόεις
δολοκτασίαι
δολομᾱ́χανος
View word page
δολιχ-εγχής
δολιχεγχήςέςadjἔγχος of troopswith long spearsIl.

ShortDef

with tall spear

Debugging

Headword:
δολιχεγχής
Headword (normalized):
δολιχεγχής
Headword (normalized/stripped):
δολιχεγχης
IDX:
9770
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9771
Key:
δολιχεγχής

Data

{'headword_display': '<b>δολιχ-εγχής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δολιχ<hyph/>εγχής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἔγχος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of troops</Indic><Tr>with long spears</Tr><Au>Il.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δολιχεγχής'}