Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δόκος
δοκώ
δολερός
δολιόμητις
δολιόμῡθος
δολιόπους
δόλιος
δολιόφρων
δολιχαίων
δολίχαυλος
δολιχαύχην
δολιχεγχής
δολιχήρετμος
δολιχοδρομέω
δολιχοδρόμος
δολιχός
δόλιχος
δολιχόσκιος
δολιχόφρων
δολόεις
δολοκτασίαι
View word page
δολιχ-αύχην
δολιχαύχηνενgen.ενοςadjαὐχήν of swans, craneslong-neckedB. E.

ShortDef

long-necked

Debugging

Headword:
δολιχαύχην
Headword (normalized):
δολιχαύχην
Headword (normalized/stripped):
δολιχαυχην
IDX:
9769
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9770
Key:
δολιχαύχην

Data

{'headword_display': '<b>δολιχ-αύχην</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δολιχ<hyph/>αύχην</HL><Infl>εν</Infl><VInfl><Lbl>gen.</Lbl><FmInfl>ενος</FmInfl></VInfl><PS>adj</PS><Ety><Ref>αὐχήν</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of swans, cranes</Indic><Tr>long-necked</Tr><Au>B. E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δολιχαύχην'}