Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δοκός
δόκος
δοκώ
δολερός
δολιόμητις
δολιόμῡθος
δολιόπους
δόλιος
δολιόφρων
δολιχαίων
δολίχαυλος
δολιχαύχην
δολιχεγχής
δολιχήρετμος
δολιχοδρομέω
δολιχοδρόμος
δολιχός
δόλιχος
δολιχόσκιος
δολιχόφρων
δολόεις
View word page
δολίχ-αυλος
δολίχαυλοςονadjαὐλός of a hunting spearwith long socketi.e. app. w. long shaftOd.

ShortDef

with a long tube

Debugging

Headword:
δολίχαυλος
Headword (normalized):
δολίχαυλος
Headword (normalized/stripped):
δολιχαυλος
IDX:
9768
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9769
Key:
δολίχαυλος

Data

{'headword_display': '<b>δολίχ-αυλος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δολίχ<hyph/>αυλος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>αὐλός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a hunting spear</Indic><Tr>with long socket<Expl>i.e. app. w. long shaft</Expl></Tr><Au>Od.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δολίχαυλος'}