Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δοκίς
δοκός
δόκος
δοκώ
δολερός
δολιόμητις
δολιόμῡθος
δολιόπους
δόλιος
δολιόφρων
δολιχαίων
δολίχαυλος
δολιχαύχην
δολιχεγχής
δολιχήρετμος
δολιχοδρομέω
δολιχοδρόμος
δολιχός
δόλιχος
δολιχόσκιος
δολιχόφρων
View word page
δολιχ-αίων
δολιχαίωνονgen.ωνοςadjδολιχόςαἰών1 of godslong-livedEmp.

ShortDef

long-lived, immortal

Debugging

Headword:
δολιχαίων
Headword (normalized):
δολιχαίων
Headword (normalized/stripped):
δολιχαιων
IDX:
9767
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9768
Key:
δολιχαίων

Data

{'headword_display': '<b>δολιχ-αίων</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δολιχ<hyph/>αίων</HL><Infl>ον</Infl><VInfl><Lbl>gen.</Lbl><FmInfl>ωνος</FmInfl></VInfl><PS>adj</PS><Ety><Ref>δολιχός</Ref><Ref>αἰών<Hm>1</Hm></Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of gods</Indic><Tr>long-lived</Tr><Au>Emp.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δολιχαίων'}