Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δοκίμιον
δόκιμος
δοκίμωμι
δοκίς
δοκός
δόκος
δοκώ
δολερός
δολιόμητις
δολιόμῡθος
δολιόπους
δόλιος
δολιόφρων
δολιχαίων
δολίχαυλος
δολιχαύχην
δολιχεγχής
δολιχήρετμος
δολιχοδρομέω
δολιχοδρόμος
δολιχός
View word page
δολιό-πους
δολιόπουςπουνgen.ποδοςadjπούς quasi-advbl., of a person entering a housewith stealthy stepS.

ShortDef

stealthy of foot

Debugging

Headword:
δολιόπους
Headword (normalized):
δολιόπους
Headword (normalized/stripped):
δολιοπους
IDX:
9764
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9765
Key:
δολιόπους

Data

{'headword_display': '<b>δολιό-πους</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δολιό<hyph/>πους</HL><Infl>πουν</Infl><VInfl><Lbl>gen.</Lbl><FmInfl>ποδος</FmInfl></VInfl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πούς</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>quasi-advbl., of a person entering a house</Indic><Tr>with stealthy step</Tr><Au>S.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δολιόπους'}