Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δοκιμαστής
δοκίμιον
δόκιμος
δοκίμωμι
δοκίς
δοκός
δόκος
δοκώ
δολερός
δολιόμητις
δολιόμῡθος
δολιόπους
δόλιος
δολιόφρων
δολιχαίων
δολίχαυλος
δολιχαύχην
δολιχεγχής
δολιχήρετμος
δολιχοδρομέω
δολιχοδρόμος
View word page
δολιόμῡθος
δολιόμῡθοςadjseeδολόμῡθος

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δολιόμῡθος
Headword (normalized):
δολιόμῡθος
Headword (normalized/stripped):
δολιομυθος
IDX:
9763
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9764
Key:
δολιόμῡθος

Data

{'headword_display': '<b>δολιόμῡθος</b>', 'content': '<XE><HG><HL>δολιόμῡθος</HL><PS>adj</PS></HG><XR>see<Ref>δολόμῡθος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'δολιόμῡθος'}