Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δόκησις
δοκησίσοφος
δοκιμάζω
δοκιμασίᾱ
δοκιμαστέος
δοκιμαστήρ
δοκιμαστής
δοκίμιον
δόκιμος
δοκίμωμι
δοκίς
δοκός
δόκος
δοκώ
δολερός
δολιόμητις
δολιόμῡθος
δολιόπους
δόλιος
δολιόφρων
δολιχαίων
View word page
δοκίς
δοκίςίδοςfreltd.δοκός stick, twigX.

ShortDef

plank

Debugging

Headword:
δοκίς
Headword (normalized):
δοκίς
Headword (normalized/stripped):
δοκις
IDX:
9757
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9758
Key:
δοκίς

Data

{'headword_display': '<b>δοκίς</b>', 'content': '<NE><HG><HL>δοκίς</HL><Infl>ίδος</Infl><PS>f</PS><Ety>reltd.<Ref>δοκός</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>stick, twig</Tr><Au>X.</Au> </nS1></NE>', 'key': 'δοκίς'}