Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δοίην
δοιός
δοκεύω
δοκέω
δόκημα
δόκησις
δοκησίσοφος
δοκιμάζω
δοκιμασίᾱ
δοκιμαστέος
δοκιμαστήρ
δοκιμαστής
δοκίμιον
δόκιμος
δοκίμωμι
δοκίς
δοκός
δόκος
δοκώ
δολερός
δολιόμητις
View word page
δοκιμαστήρ
δοκιμαστήρῆροςm inspector, auditorof the state treasuryPlb.

ShortDef

examiner, scrutineer

Debugging

Headword:
δοκιμαστήρ
Headword (normalized):
δοκιμαστήρ
Headword (normalized/stripped):
δοκιμαστηρ
IDX:
9752
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9753
Key:
δοκιμαστήρ

Data

{'headword_display': '<b>δοκιμαστήρ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>δοκιμαστήρ</HL><Infl>ῆρος</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>inspector, auditor<Expl>of the state treasury</Expl></Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'δοκιμαστήρ'}