Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δοιή
δοίην
δοιός
δοκεύω
δοκέω
δόκημα
δόκησις
δοκησίσοφος
δοκιμάζω
δοκιμασίᾱ
δοκιμαστέος
δοκιμαστήρ
δοκιμαστής
δοκίμιον
δόκιμος
δοκίμωμι
δοκίς
δοκός
δόκος
δοκώ
δολερός
View word page
δοκιμαστέος
δοκιμαστέοςᾱ ονvbl.adj of a candidate for public officeto be approved after scrutinyLys.

ShortDef

to be approved after scrutiny

Debugging

Headword:
δοκιμαστέος
Headword (normalized):
δοκιμαστέος
Headword (normalized/stripped):
δοκιμαστεος
IDX:
9751
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9752
Key:
δοκιμαστέος

Data

{'headword_display': '<b>δοκιμαστέος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δοκιμαστέος</HL><Infl>ᾱ ον</Infl><PS>vbl.adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a candidate for public office</Indic><Tr>to be approved after scrutiny</Tr><Au>Lys.</Au> </aS1></AE>', 'key': 'δοκιμαστέος'}