Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀρσενικός
ἀρσενογενής
ἀρσενοπληθής
ἄρσετε
ἀγωνίζομαι
ἀγωνίη
ἀγώνιος
ἀγώνιος
ἀγώνισις
ἀγώνισμα
ἀγωνισμός
ἀγωνιστής
ἀγωνιστικός
ἀγωνοθεσίᾱ
ἀγωνοθετέω
ἀγωνοθέτης
ἀδαγμός
ἀδαημονίη
ἀδαήμων
ἀδαής
ἀδάητος
View word page
ἀγωνισμός
ἀγωνισμόςοῦm competition, rivalryTh.

ShortDef

rivalry

Debugging

Headword:
ἀγωνισμός
Headword (normalized):
ἀγωνισμός
Headword (normalized/stripped):
αγωνισμος
IDX:
974
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-975
Key:
ἀγωνισμός

Data

{'headword_display': '<b>ἀγωνισμός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀγωνισμός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>competition, rivalry</Tr><Au>Th.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀγωνισμός'}