Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δοιάζω
δοιδῡκοποιός
δοίδῡξ
δοιή
δοίην
δοιός
δοκεύω
δοκέω
δόκημα
δόκησις
δοκησίσοφος
δοκιμάζω
δοκιμασίᾱ
δοκιμαστέος
δοκιμαστήρ
δοκιμαστής
δοκίμιον
δόκιμος
δοκίμωμι
δοκίς
δοκός
View word page
δοκησί-σοφος
δοκησίσοφοςονadjσοφός of a young manwise in one's own estimationAr.

ShortDef

wise in one's own conceit

Debugging

Headword:
δοκησίσοφος
Headword (normalized):
δοκησίσοφος
Headword (normalized/stripped):
δοκησισοφος
IDX:
9748
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9749
Key:
δοκησίσοφος

Data

{'headword_display': '<b>δοκησί-σοφος</b>', 'content': "<AE><HG><HL>δοκησί<hyph/>σοφος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>σοφός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a young man</Indic><Tr>wise in one's own estimation</Tr><Au>Ar.</Au></aS1></AE>", 'key': 'δοκησίσοφος'}