Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δνοφόεις
δνόφος
δνοφώδης
δοάζω
δοάσσατο
δόγμα
δογματοποιέω
δοθήσομαι
δοθιήν
δοιάζω
δοιδῡκοποιός
δοίδῡξ
δοιή
δοίην
δοιός
δοκεύω
δοκέω
δόκημα
δόκησις
δοκησίσοφος
δοκιμάζω
View word page
δοιδῡκο-ποιός
δοιδῡκοποιόςοῦmδοίδῡξποιέω pestle-makerPlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δοιδῡκοποιός
Headword (normalized):
δοιδῡκοποιός
Headword (normalized/stripped):
δοιδυκοποιος
IDX:
9739
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9740
Key:
δοιδῡκοποιός

Data

{'headword_display': '<b>δοιδῡκο-ποιός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>δοιδῡκο<hyph/>ποιός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>δοίδῡξ</Ref><Ref>ποιέω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>pestle-maker</Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'δοιδῡκοποιός'}