Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δμώς
δνοπαλίζω
δνόφεος
δνοφερός
δνοφόεις
δνόφος
δνοφώδης
δοάζω
δοάσσατο
δόγμα
δογματοποιέω
δοθήσομαι
δοθιήν
δοιάζω
δοιδῡκοποιός
δοίδῡξ
δοιή
δοίην
δοιός
δοκεύω
δοκέω
View word page
δογματοποιέω
δογματοποιέωcontr.vb pass a resolutionw.inf.to do sthg.Plb.

ShortDef

make a decree

Debugging

Headword:
δογματοποιέω
Headword (normalized):
δογματοποιέω
Headword (normalized/stripped):
δογματοποιεω
IDX:
9735
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9736
Key:
δογματοποιέω

Data

{'headword_display': '<b>δογματοποιέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δογματοποιέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>pass a resolution</Tr><Cmpl><GLbl>w.inf.</GLbl>to do sthg.<Au>Plb.</Au> </Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'δογματοποιέω'}