Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δίωτος
δμᾱθείς
δμῆσις
δμητήρ
δμώς
δνοπαλίζω
δνόφεος
δνοφερός
δνοφόεις
δνόφος
δνοφώδης
δοάζω
δοάσσατο
δόγμα
δογματοποιέω
δοθήσομαι
δοθιήν
δοιάζω
δοιδῡκοποιός
δοίδῡξ
δοιή
View word page
δνοφώδης
δνοφώδηςεςadj of storm-windsdarkE.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δνοφώδης
Headword (normalized):
δνοφώδης
Headword (normalized/stripped):
δνοφωδης
IDX:
9731
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9732
Key:
δνοφώδης

Data

{'headword_display': '<b>δνοφώδης</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δνοφώδης</HL><Infl>ες</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of storm-winds</Indic><Tr>dark</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δνοφώδης'}