Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀρσάμενος
ἄρσᾱς
ἀρσενικός
ἀρσενογενής
ἀρσενοπληθής
ἄρσετε
ἀγωνίζομαι
ἀγωνίη
ἀγώνιος
ἀγώνιος
ἀγώνισις
ἀγώνισμα
ἀγωνισμός
ἀγωνιστής
ἀγωνιστικός
ἀγωνοθεσίᾱ
ἀγωνοθετέω
ἀγωνοθέτης
ἀδαγμός
ἀδαημονίη
ἀδαήμων
View word page
ἀγώνισις
ἀγώνισιςεωςfἀγωνίζομαι participation in a contestTh.

ShortDef

contest for a prize

Debugging

Headword:
ἀγώνισις
Headword (normalized):
ἀγώνισις
Headword (normalized/stripped):
αγωνισις
IDX:
972
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-973
Key:
ἀγώνισις

Data

{'headword_display': '<b>ἀγώνισις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀγώνισις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>ἀγωνίζομαι</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>participation in a contest</Tr><Au>Th.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀγώνισις'}