Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Διώνη
διώνυμος
διώνυμος
Διώνῡσος
διώξιππος
δίωξις
διώρυγος
διῶρυξ
διῶσα
δίωσις
δίωτος
δμᾱθείς
δμῆσις
δμητήρ
δμώς
δνοπαλίζω
δνόφεος
δνοφερός
δνοφόεις
δνόφος
δνοφώδης
View word page
δί-ωτος
δίωτοςονadjδίςοὖς of potstwo-handledPl.

ShortDef

two-eared: two handled

Debugging

Headword:
δίωτος
Headword (normalized):
δίωτος
Headword (normalized/stripped):
διωτος
IDX:
9721
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9722
Key:
δίωτος

Data

{'headword_display': '<b>δί-ωτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δί<hyph/>ωτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>δίς</Ref><Ref>οὖς</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of pots</Indic><Tr>two-handled</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δίωτος'}