Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διώκω
διωλύγιος
διωμοσίᾱ
διώμοτος
Διώνη
διώνυμος
διώνυμος
Διώνῡσος
διώξιππος
δίωξις
διώρυγος
διῶρυξ
διῶσα
δίωσις
δίωτος
δμᾱθείς
δμῆσις
δμητήρ
δμώς
δνοπαλίζω
δνόφεος
View word page
δι-ώρυγος
διώρυγοςονadjδίςὄργυια of hunting netsmeasuring two fathomsin lengthX.

ShortDef

of two fathoms (ca. 12 feet)

Debugging

Headword:
διώρυγος
Headword (normalized):
διώρυγος
Headword (normalized/stripped):
διωρυγος
IDX:
9717
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9718
Key:
διώρυγος

Data

{'headword_display': '<b>δι-ώρυγος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δι<hyph/>ώρυγος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>δίς</Ref><Ref>ὄργυια</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of hunting nets</Indic><Tr>measuring two fathoms<Expl>in length</Expl></Tr><Au>X.</Au></aS1></AE>', 'key': 'διώρυγος'}