Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διωκαθεῖν
διωκτέος
διωκτός
διωκτύς
διώκω
διωλύγιος
διωμοσίᾱ
διώμοτος
Διώνη
διώνυμος
διώνυμος
Διώνῡσος
διώξιππος
δίωξις
διώρυγος
διῶρυξ
διῶσα
δίωσις
δίωτος
δμᾱθείς
δμῆσις
View word page
δι-ώνυμος2
διώνυμος2ονadjδιά of a person's good fortunewith name spread abroadwell-knownPlu.

ShortDef

with two names

Debugging

Headword:
διώνυμος
Headword (normalized):
διώνυμος
Headword (normalized/stripped):
διωνυμος
IDX:
9713
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9714
Key:
διώνυμος_2

Data

{'headword_display': '<b>δι-ώνυμος</b><sup>2</sup>', 'content': "<AE><HG><HL>δι<hyph/>ώνυμος<Hm>2</Hm></HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>διά</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a person's good fortune</Indic><Def>with name spread abroad</Def><Tr>well-known</Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>", 'key': 'διώνυμος_2'}