Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δίωγμα
διωγμός
διώδυνος
διωθέω
διωθισμός
διωκαθεῖν
διωκτέος
διωκτός
διωκτύς
διώκω
διωλύγιος
διωμοσίᾱ
διώμοτος
Διώνη
διώνυμος
διώνυμος
Διώνῡσος
διώξιππος
δίωξις
διώρυγος
διῶρυξ
View word page
διωλύγιος
διωλύγιοςονalso Ion.η ονadj of nonsense, the length of argumentsapp.huge, immensePl.of a wave, a continentCall. AR.

ShortDef

far-sounding, enormous, immense

Debugging

Headword:
διωλύγιος
Headword (normalized):
διωλύγιος
Headword (normalized/stripped):
διωλυγιος
IDX:
9708
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9709
Key:
διωλύγιος

Data

{'headword_display': '<b>διωλύγιος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>διωλύγιος</HL><Infl>ον<VInfl><Lbl>also Ion.</Lbl><FmInfl>η ον</FmInfl></VInfl></Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of nonsense, the length of arguments</Indic><Qualif>app.</Qualif><Tr>huge, immense</Tr><Au>Pl.</Au><aS2><Indic>of a wave, a continent</Indic><Au>Call. AR.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'διωλύγιος'}