Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δίω
διωβελίᾱ
διώβολον
δίωγμα
διωγμός
διώδυνος
διωθέω
διωθισμός
διωκαθεῖν
διωκτέος
διωκτός
διωκτύς
διώκω
διωλύγιος
διωμοσίᾱ
διώμοτος
Διώνη
διώνυμος
διώνυμος
Διώνῡσος
διώξιππος
View word page
διωκτός
διωκτόςή όνadjof thingssought after, desiredArist.

ShortDef

driven into exile, banished

Debugging

Headword:
διωκτός
Headword (normalized):
διωκτός
Headword (normalized/stripped):
διωκτος
IDX:
9705
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9706
Key:
διωκτός

Data

{'headword_display': '<b>διωκτός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>διωκτός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of things</Indic><Tr>sought after, desired</Tr><Au>Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'διωκτός'}