Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διψώδης
δίω
διωβελίᾱ
διώβολον
δίωγμα
διωγμός
διώδυνος
διωθέω
διωθισμός
διωκαθεῖν
διωκτέος
διωκτός
διωκτύς
διώκω
διωλύγιος
διωμοσίᾱ
διώμοτος
Διώνη
διώνυμος
διώνυμος
Διώνῡσος
View word page
διωκτέος
διωκτέοςIon.ηονvbl.adjδιώκω of personsto be pursuedHdt. Ar. of thingsto be sought afterPl.

ShortDef

to be pursued

Debugging

Headword:
διωκτέος
Headword (normalized):
διωκτέος
Headword (normalized/stripped):
διωκτεος
IDX:
9704
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9705
Key:
διωκτέος

Data

{'headword_display': '<b>διωκτέος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>διωκτέος</HL><Infl>ᾱ<VInfl><Lbl>Ion.</Lbl><FmInfl>η</FmInfl></VInfl>ον</Infl><PS>vbl.adj</PS><Ety><Ref>διώκω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of persons</Indic><Tr>to be pursued</Tr><Au>Hdt. Ar.</Au></aS1> <aS1><Indic>of things</Indic><Tr>to be sought after</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'διωκτέος'}