Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀρρώστημα
ἀρρωστίᾱ
ἄρρωστος
ἀρσάμενος
ἄρσᾱς
ἀρσενικός
ἀρσενογενής
ἀρσενοπληθής
ἄρσετε
ἀγωνίζομαι
ἀγωνίη
ἀγώνιος
ἀγώνιος
ἀγώνισις
ἀγώνισμα
ἀγωνισμός
ἀγωνιστής
ἀγωνιστικός
ἀγωνοθεσίᾱ
ἀγωνοθετέω
ἀγωνοθέτης
View word page
ἀγωνίη
ἀγωνίηIon.fseeἀγωνίᾱ

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀγωνίη
Headword (normalized):
ἀγωνίη
Headword (normalized/stripped):
αγωνιη
IDX:
969
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-970
Key:
ἀγωνίη

Data

{'headword_display': '<b>ἀγωνίη</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ἀγωνίη</HL><PS>Ion.f</PS></HG><XR>see<Ref>ἀγωνίᾱ</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἀγωνίη'}