Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δίψα
διψαλέος
διψάς
διψᾱ́ω
δίψη
δίψιος
δίψος
διψώδης
δίω
διωβελίᾱ
διώβολον
δίωγμα
διωγμός
διώδυνος
διωθέω
διωθισμός
διωκαθεῖν
διωκτέος
διωκτός
διωκτύς
διώκω
View word page
δι-ώβολον
διώβολονουnδίςὀβολός sum of two obolsas payment for attending the AssemblyArist.

ShortDef

double obol

Debugging

Headword:
διώβολον
Headword (normalized):
διώβολον
Headword (normalized/stripped):
διωβολον
IDX:
9697
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9698
Key:
διώβολον

Data

{'headword_display': '<b>δι-ώβολον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>δι<hyph/>ώβολον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>δίς</Ref><Ref>ὀβολός</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>sum of two obols<Expl>as payment for attending the Assembly</Expl></Tr><Au>Arist.</Au></nS1></NE>', 'key': 'διώβολον'}