Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διχόφρων
διχῶς
δίψα
διψαλέος
διψάς
διψᾱ́ω
δίψη
δίψιος
δίψος
διψώδης
δίω
διωβελίᾱ
διώβολον
δίωγμα
διωγμός
διώδυνος
διωθέω
διωθισμός
διωκαθεῖν
διωκτέος
διωκτός
View word page
δίω
δίωvbsee underδίομαι1

ShortDef

to run away, take to flight, flee

Debugging

Headword:
δίω
Headword (normalized):
δίω
Headword (normalized/stripped):
διω
IDX:
9695
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9696
Key:
δίω

Data

{'headword_display': '<b>δίω</b>', 'content': '<XE><HG><HL>δίω</HL><PS>vb</PS></HG><XR>see under<Ref>δίομαι<Hm>1</Hm></Ref></XR> </XE>', 'key': 'δίω'}