Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διχοφροσύνη
διχόφρων
διχῶς
δίψα
διψαλέος
διψάς
διψᾱ́ω
δίψη
δίψιος
δίψος
διψώδης
δίω
διωβελίᾱ
διώβολον
δίωγμα
διωγμός
διώδυνος
διωθέω
διωθισμός
διωκαθεῖν
διωκτέος
View word page
διψώδης
διψώδηςεςadj neut.sb.fig.thirstfor honoursPlu.

ShortDef

thirsty

Debugging

Headword:
διψώδης
Headword (normalized):
διψώδης
Headword (normalized/stripped):
διψωδης
IDX:
9694
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9695
Key:
διψώδης

Data

{'headword_display': '<b>διψώδης</b>', 'content': '<AE><HG><HL>διψώδης</HL><Infl>ες</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><SGrm><GLbl>neut.sb.</GLbl><Indic>fig.</Indic><Def>thirst<Expl>for honours</Expl></Def><Au>Plu.</Au></SGrm></aS1></AE>', 'key': 'διψώδης'}