Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διχοτομέω
διχοῦ
δίχους
διχοφροσύνη
διχόφρων
διχῶς
δίψα
διψαλέος
διψάς
διψᾱ́ω
δίψη
δίψιος
δίψος
διψώδης
δίω
διωβελίᾱ
διώβολον
δίωγμα
διωγμός
διώδυνος
διωθέω
View word page
δίψη
δίψηfseeδίψα

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δίψη
Headword (normalized):
δίψη
Headword (normalized/stripped):
διψη
IDX:
9691
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9692
Key:
δίψη

Data

{'headword_display': '<b>δίψη</b>', 'content': '<XE><HG><HL>δίψη</HL><PS>f</PS></HG><XR>see<Ref>δίψα</Ref></XR> </XE>', 'key': 'δίψη'}