Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διχοστασίᾱ
διχοστατέω
διχοτομέω
διχοῦ
δίχους
διχοφροσύνη
διχόφρων
διχῶς
δίψα
διψαλέος
διψάς
διψᾱ́ω
δίψη
δίψιος
δίψος
διψώδης
δίω
διωβελίᾱ
διώβολον
δίωγμα
διωγμός
View word page
διψάς
διψάςάδοςfem.adj of a mountain peakparched, aridAR.

ShortDef

thirsty; causing thirst

Debugging

Headword:
διψάς
Headword (normalized):
διψάς
Headword (normalized/stripped):
διψας
IDX:
9689
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9690
Key:
διψάς

Data

{'headword_display': '<b>διψάς</b>', 'content': '<AE><HG><HL>διψάς</HL><Infl>άδος</Infl><PS>fem.adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a mountain peak</Indic><Tr>parched, arid</Tr><Au>AR.</Au></aS1></AE>', 'key': 'διψάς'}