Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
ἀρρώξ
ἀρρωστέω
ἀρρώστημα
ἀρρωστίᾱ
ἄρρωστος
ἀρσάμενος
ἄρσᾱς
ἀρσενικός
ἀρσενογενής
ἀρσενοπληθής
ἄρσετε
ἀγωνίζομαι
ἀγωνίη
ἀγώνιος
ἀγώνιος
ἀγώνισις
ἀγώνισμα
ἀγωνισμός
ἀγωνιστής
ἀγωνιστικός
ἀγωνοθεσίᾱ
View word page
ἄρσετε
ἄρσετε
2pl.aor.imperatv.
see
ἀραρίσκω
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἄρσετε
Headword (normalized):
ἄρσετε
Headword (normalized/stripped):
αρσετε
IDX:
967
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-968
Key:
ἄρσετε
Data
{'headword_display': '<b>ἄρσετε</b>', 'content': '<XE><RefFm>ἄρσετε<LblR>2pl.aor.imperatv.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>ἀραρίσκω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἄρσετε'}