Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διχθάδιος
διχόβουλος
διχογνωμονέω
διχόθεν
διχοίνικον
διχομηνίᾱ
διχόμηνος
διχόμῡθος
διχόνοια
διχορραγής
διχορρόπως
διχοστασίᾱ
διχοστατέω
διχοτομέω
διχοῦ
δίχους
διχοφροσύνη
διχόφρων
διχῶς
δίψα
διψαλέος
View word page
διχορρόπως
διχορρόπωςadvῥέπω in neg.phrs.with inclination to different sidesambiguously, undecidedlyA.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διχορρόπως
Headword (normalized):
διχορρόπως
Headword (normalized/stripped):
διχορροπως
IDX:
9678
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9679
Key:
διχορρόπως

Data

{'headword_display': '<b>διχορρόπως</b>', 'content': '<AdvE><vHG><HL>διχορρόπως</HL><PS>adv</PS><Ety><Ref>ῥέπω</Ref></Ety></vHG> <advS1><Indic>in neg.phrs.</Indic><Def>with inclination to different sides</Def><Tr>ambiguously, undecidedly</Tr><Au>A.</Au></advS1></AdvE>', 'key': 'διχορρόπως'}