Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διχάομαι
διχαστής
διχῇ
δίχηλος
διχήρης
διχθά
διχθάδιος
διχόβουλος
διχογνωμονέω
διχόθεν
διχοίνικον
διχομηνίᾱ
διχόμηνος
διχόμῡθος
διχόνοια
διχορραγής
διχορρόπως
διχοστασίᾱ
διχοστατέω
διχοτομέω
διχοῦ
View word page
δι-χοίνικον
διχοίνικονουnδίςχοῖνιξ two khoinix-measuresof flour, i.e. approx. two litresAr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διχοίνικον
Headword (normalized):
διχοίνικον
Headword (normalized/stripped):
διχοινικον
IDX:
9672
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9673
Key:
διχοίνικον

Data

{'headword_display': '<b>δι-χοίνικον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>δι<hyph/>χοίνικον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>δίς</Ref><Ref>χοῖνιξ</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>two khoinix-measures<Expl>of flour, i.e. approx. two litres</Expl></Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'διχοίνικον'}