Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀρρωδέω
ἀρρώξ
ἀρρωστέω
ἀρρώστημα
ἀρρωστίᾱ
ἄρρωστος
ἀρσάμενος
ἄρσᾱς
ἀρσενικός
ἀρσενογενής
ἀρσενοπληθής
ἄρσετε
ἀγωνίζομαι
ἀγωνίη
ἀγώνιος
ἀγώνιος
ἀγώνισις
ἀγώνισμα
ἀγωνισμός
ἀγωνιστής
ἀγωνιστικός
View word page
ἀρσενο-πληθής
ἀρσενοπληθήςέςadjπλῆθος of a crowd, envisaged as a swarmfull of menA.

ShortDef

crowded with men (hapax)

Debugging

Headword:
ἀρσενοπληθής
Headword (normalized):
ἀρσενοπληθής
Headword (normalized/stripped):
αρσενοπληθης
IDX:
966
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-967
Key:
ἀρσενοπληθής

Data

{'headword_display': '<b>ἀρσενο-πληθής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀρσενο<hyph/>πληθής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πλῆθος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a crowd, envisaged as a swarm</Indic><Tr>full of men</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀρσενοπληθής'}