Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διφροφορέω
διφροφόρος
διφυής
δίφυιος
δίχα
διχάζω
δίχαιος
διχάομαι
διχαστής
διχῇ
δίχηλος
διχήρης
διχθά
διχθάδιος
διχόβουλος
διχογνωμονέω
διχόθεν
διχοίνικον
διχομηνίᾱ
διχόμηνος
διχόμῡθος
View word page
δί-χηλος
δίχηλοςονadjδίςχηλή of an animalcloven-hoofedHdt.of an animal's leg or hoofE.

ShortDef

cloven-hoofed

Debugging

Headword:
δίχηλος
Headword (normalized):
δίχηλος
Headword (normalized/stripped):
διχηλος
IDX:
9665
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9666
Key:
δίχηλος

Data

{'headword_display': '<b>δί-χηλος</b>', 'content': "<AE><HG><HL>δί<hyph/>χηλος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>δίς</Ref><Ref>χηλή</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of an animal</Indic><Tr>cloven-hoofed</Tr><Au>Hdt.</Au><aS2><Indic>of an animal's leg or hoof</Indic><Au>E.</Au></aS2></aS1></AE>", 'key': 'δίχηλος'}