Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δίφρος
διφροῦχος
διφροφορέω
διφροφόρος
διφυής
δίφυιος
δίχα
διχάζω
δίχαιος
διχάομαι
διχαστής
διχῇ
δίχηλος
διχήρης
διχθά
διχθάδιος
διχόβουλος
διχογνωμονέω
διχόθεν
διχοίνικον
διχομηνίᾱ
View word page
διχαστής
διχαστήςοῦmδιχάζω maker of equal divisionsas a hypothetical etymology for δικαστήςArist.

ShortDef

a divider

Debugging

Headword:
διχαστής
Headword (normalized):
διχαστής
Headword (normalized/stripped):
διχαστης
IDX:
9663
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9664
Key:
διχαστής

Data

{'headword_display': '<b>διχαστής</b>', 'content': '<NE><HG><HL>διχαστής</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>διχάζω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>maker of equal divisions<Expl>as a hypothetical etymology for <Ref>δικαστής</Ref></Expl></Tr><Au>Arist.</Au></nS1></NE>', 'key': 'διχαστής'}