Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διφρίσκος
δίφροντις
δίφρος
διφροῦχος
διφροφορέω
διφροφόρος
διφυής
δίφυιος
δίχα
διχάζω
δίχαιος
διχάομαι
διχαστής
διχῇ
δίχηλος
διχήρης
διχθά
διχθάδιος
διχόβουλος
διχογνωμονέω
διχόθεν
View word page
δίχαιος
δίχαιοςᾱ ονadj divided equally in twoas a hypothetical etymology for δίκαιοςArist.

ShortDef

etymologizing variant (‘splitting in two’) of δίκαιος

Debugging

Headword:
δίχαιος
Headword (normalized):
δίχαιος
Headword (normalized/stripped):
διχαιος
IDX:
9661
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9662
Key:
δίχαιος

Data

{'headword_display': '<b>δίχαιος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δίχαιος</HL><Infl>ᾱ ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Tr>divided equally in two<Expl>as a hypothetical etymology for <Ref>δίκαιος</Ref></Expl></Tr><Au>Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δίχαιος'}