Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διφρευτής
διφρεύω
διφρηλασίᾱ
διφρηλατέω
διφρηλάτης
διφρίσκος
δίφροντις
δίφρος
διφροῦχος
διφροφορέω
διφροφόρος
διφυής
δίφυιος
δίχα
διχάζω
δίχαιος
διχάομαι
διχαστής
διχῇ
δίχηλος
διχήρης
View word page
διφρο-φόρος
διφροφόροςουfδίφροςφέρω stool-bearerref. to a female attendant of the κανηφόρος basket-bearer at sacrificial ritesAr.

ShortDef

carrying a camp-stool

Debugging

Headword:
διφροφόρος
Headword (normalized):
διφροφόρος
Headword (normalized/stripped):
διφροφορος
IDX:
9656
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9657
Key:
διφροφόρος

Data

{'headword_display': '<b>διφρο-φόρος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>διφρο<hyph/>φόρος</HL><Infl>ου</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>δίφρος</Ref><Ref>φέρω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>stool-bearer<Expl>ref. to a female attendant of the <Ref>κανηφόρος </Ref> <ital>basket-bearer</ital> at sacrificial rites</Expl></Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'διφροφόρος'}