Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διφρείᾱ
διφρευτής
διφρεύω
διφρηλασίᾱ
διφρηλατέω
διφρηλάτης
διφρίσκος
δίφροντις
δίφρος
διφροῦχος
διφροφορέω
διφροφόρος
διφυής
δίφυιος
δίχα
διχάζω
δίχαιος
διχάομαι
διχαστής
διχῇ
δίχηλος
View word page
διφροφορέω
διφροφορέωcontr.vbδιφροφόρος carry a stoolw.cogn.acc.Ar. pass.of Persian dignitariesbe carried in littersHdt.

ShortDef

to carry in a chair

Debugging

Headword:
διφροφορέω
Headword (normalized):
διφροφορέω
Headword (normalized/stripped):
διφροφορεω
IDX:
9655
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9656
Key:
διφροφορέω

Data

{'headword_display': '<b>διφροφορέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>διφροφορέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>διφροφόρος</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>carry a stool</Tr><Obj><GLbl>w.cogn.acc.</GLbl><Au>Ar.</Au></Obj> </vS1> <vS1><vSGrm><GLbl>pass.</GLbl><Indic>of Persian dignitaries</Indic><Def>be carried in litters</Def><Au>Hdt.</Au></vSGrm> </vS1> </VE>', 'key': 'διφροφορέω'}