Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δίφραξ
διφρείᾱ
διφρευτής
διφρεύω
διφρηλασίᾱ
διφρηλατέω
διφρηλάτης
διφρίσκος
δίφροντις
δίφρος
διφροῦχος
διφροφορέω
διφροφόρος
διφυής
δίφυιος
δίχα
διχάζω
δίχαιος
διχάομαι
διχαστής
διχῇ
View word page
διφροῦχος
διφροῦχοςονadjἔχω of chariotspossessing seatsseatedMelanipp.

ShortDef

with a seat

Debugging

Headword:
διφροῦχος
Headword (normalized):
διφροῦχος
Headword (normalized/stripped):
διφρουχος
IDX:
9654
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9655
Key:
διφροῦχος

Data

{'headword_display': '<b>διφροῦχος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>διφροῦχος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἔχω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of chariots</Indic><Def>possessing seats</Def><Tr>seated</Tr><Au>Melanipp.</Au></aS1></AE>', 'key': 'διφροῦχος'}