Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διφθέρινος
δίφορος
δίφραξ
διφρείᾱ
διφρευτής
διφρεύω
διφρηλασίᾱ
διφρηλατέω
διφρηλάτης
διφρίσκος
δίφροντις
δίφρος
διφροῦχος
διφροφορέω
διφροφόρος
διφυής
δίφυιος
δίχα
διχάζω
δίχαιος
διχάομαι
View word page
δί-φροντις
δίφροντιςιδοςmasc.fem.adjδίςφροντίς of a personin two mindsA.

ShortDef

divided in mind, distraught

Debugging

Headword:
δίφροντις
Headword (normalized):
δίφροντις
Headword (normalized/stripped):
διφροντις
IDX:
9652
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9653
Key:
δίφροντις

Data

{'headword_display': '<b>δί-φροντις</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δί<hyph/>φροντις</HL><Infl>ιδος</Infl><PS>masc.fem.adj</PS><Ety><Ref>δίς</Ref><Ref>φροντίς</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a person</Indic><Tr>in two minds</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δίφροντις'}