Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δῑφάω
διφθέρᾱ
διφθέρινος
δίφορος
δίφραξ
διφρείᾱ
διφρευτής
διφρεύω
διφρηλασίᾱ
διφρηλατέω
διφρηλάτης
διφρίσκος
δίφροντις
δίφρος
διφροῦχος
διφροφορέω
διφροφόρος
διφυής
δίφυιος
δίχα
διχάζω
View word page
διφρ-ηλάτης
διφρηλάτηςοῦ
dial.διφρηλάτᾱς
mδίφροςἐλαύνω
charioteerPi. Trag.

ShortDef

a charioteer

Debugging

Headword:
διφρηλάτης
Headword (normalized):
διφρηλάτης
Headword (normalized/stripped):
διφρηλατης
IDX:
9650
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9651
Key:
διφρηλάτης

Data

{'headword_display': '<b>διφρ-ηλάτης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>διφρ<hyph/>ηλάτης</HL><Infl>οῦ</Infl><DL><Lbl>dial.</Lbl><FmHL>διφρηλάτᾱς</FmHL><DInfl><FmInfl>ᾱ</FmInfl></DInfl></DL><PS>m</PS><Ety><Ref>δίφρος</Ref><Ref>ἐλαύνω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>charioteer</Tr><Au>Pi. Trag.</Au></nS1></NE>', 'key': 'διφρηλάτης'}