Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διφάσιος
δῑφάω
διφθέρᾱ
διφθέρινος
δίφορος
δίφραξ
διφρείᾱ
διφρευτής
διφρεύω
διφρηλασίᾱ
διφρηλατέω
διφρηλάτης
διφρίσκος
δίφροντις
δίφρος
διφροῦχος
διφροφορέω
διφροφόρος
διφυής
δίφυιος
δίχα
View word page
διφρηλατέω
διφρηλατέωcontr.vb of Heliosdrive a chariot throughheavenS. of a persondrivew.acc.horsesas a chariot teamE.

ShortDef

to drive a chariot through

Debugging

Headword:
διφρηλατέω
Headword (normalized):
διφρηλατέω
Headword (normalized/stripped):
διφρηλατεω
IDX:
9649
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9650
Key:
διφρηλατέω

Data

{'headword_display': '<b>διφρηλατέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>διφρηλατέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of Helios</Indic><Tr>drive a chariot through</Tr><Obj>heaven<Au>S.</Au></Obj> </vS1> <vS1><Indic>of a person</Indic><Tr>drive<Prnth><GLbl>w.acc.</GLbl>horses</Prnth>as a chariot team</Tr><Au>E.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'διφρηλατέω'}