Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διφαλαγγίᾱ
διφάσιος
δῑφάω
διφθέρᾱ
διφθέρινος
δίφορος
δίφραξ
διφρείᾱ
διφρευτής
διφρεύω
διφρηλασίᾱ
διφρηλατέω
διφρηλάτης
διφρίσκος
δίφροντις
δίφρος
διφροῦχος
διφροφορέω
διφροφόρος
διφυής
δίφυιος
View word page
διφρηλασίᾱ
διφρηλασίᾱᾱςfδιφρηλάτης chariot-drivingPi.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διφρηλασίᾱ
Headword (normalized):
διφρηλασίᾱ
Headword (normalized/stripped):
διφρηλασια
IDX:
9648
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9649
Key:
διφρηλασίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>διφρηλασίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>διφρηλασίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>διφρηλάτης</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>chariot-driving</Tr><Au>Pi.</Au></nS1></NE>', 'key': 'διφρηλασίᾱ'}