Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διττός
διῡλίζω
διφαλαγγίᾱ
διφάσιος
δῑφάω
διφθέρᾱ
διφθέρινος
δίφορος
δίφραξ
διφρείᾱ
διφρευτής
διφρεύω
διφρηλασίᾱ
διφρηλατέω
διφρηλάτης
διφρίσκος
δίφροντις
δίφρος
διφροῦχος
διφροφορέω
διφροφόρος
View word page
διφρευτής
διφρευτήςοῦm charioteerappos.w. ἭλιοςS.dub.

ShortDef

a charioteer

Debugging

Headword:
διφρευτής
Headword (normalized):
διφρευτής
Headword (normalized/stripped):
διφρευτης
IDX:
9646
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9647
Key:
διφρευτής

Data

{'headword_display': '<b>διφρευτής</b>', 'content': '<NE><HG><HL>διφρευτής</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>charioteer<Expl>appos.w. <Ref>Ἥλιος</Ref></Expl></Tr><Au>S.<LblR>dub.</LblR></Au></nS1></NE>', 'key': 'διφρευτής'}