Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διτάλαντος
διττός
διῡλίζω
διφαλαγγίᾱ
διφάσιος
δῑφάω
διφθέρᾱ
διφθέρινος
δίφορος
δίφραξ
διφρείᾱ
διφρευτής
διφρεύω
διφρηλασίᾱ
διφρηλατέω
διφρηλάτης
διφρίσκος
δίφροντις
δίφρος
διφροῦχος
διφροφορέω
View word page
διφρείᾱ
διφρείᾱᾱςfδιφρεύω style of chariot constructionas varying fr. country to countryX.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διφρείᾱ
Headword (normalized):
διφρείᾱ
Headword (normalized/stripped):
διφρεια
IDX:
9645
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9646
Key:
διφρείᾱ

Data

{'headword_display': '<b>διφρείᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>διφρείᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>διφρεύω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>style of chariot construction<Expl>as varying fr. country to country</Expl></Tr><Au>X.</Au></nS1></NE>', 'key': 'διφρείᾱ'}