Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δισχῑ́λιοι
διτάλαντος
διττός
διῡλίζω
διφαλαγγίᾱ
διφάσιος
δῑφάω
διφθέρᾱ
διφθέρινος
δίφορος
δίφραξ
διφρείᾱ
διφρευτής
διφρεύω
διφρηλασίᾱ
διφρηλατέω
διφρηλάτης
διφρίσκος
δίφροντις
δίφρος
διφροῦχος
View word page
δίφραξ
δίφραξακοςfδίφρος seatchairTheoc.

ShortDef

a seat, chair

Debugging

Headword:
δίφραξ
Headword (normalized):
δίφραξ
Headword (normalized/stripped):
διφραξ
IDX:
9644
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9645
Key:
δίφραξ

Data

{'headword_display': '<b>δίφραξ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>δίφραξ</HL><Infl>ακος</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>δίφρος</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>seat<or/>chair</Tr><Au>Theoc.</Au></nS1></NE>', 'key': 'δίφραξ'}