Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δισύναπτος
δισχῑ́λιοι
διτάλαντος
διττός
διῡλίζω
διφαλαγγίᾱ
διφάσιος
δῑφάω
διφθέρᾱ
διφθέρινος
δίφορος
δίφραξ
διφρείᾱ
διφρευτής
διφρεύω
διφρηλασίᾱ
διφρηλατέω
διφρηλάτης
διφρίσκος
δίφροντις
δίφρος
View word page
δί-φορος
δίφοροςονadjδίςφέρω of a fig tree, fig.ref. to the penisbearing two cropsi.e. testiclesdouble-fruitedAr.

ShortDef

bearing fruit twice in the year

Debugging

Headword:
δίφορος
Headword (normalized):
δίφορος
Headword (normalized/stripped):
διφορος
IDX:
9643
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9644
Key:
δίφορος

Data

{'headword_display': '<b>δί-φορος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δί<hyph/>φορος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>δίς</Ref><Ref>φέρω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a fig tree, fig.ref. to the penis</Indic><Def>bearing two crops<Expl>i.e. testicles</Expl></Def><Tr>double-fruited</Tr><Au>Ar.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δίφορος'}