Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δίσκημα
δίσκηπτρος
δίσκος
δίσκουρα
δισμῡ́ριοι
δισσάρχαι
δισσός
διστάζω
διστεφής
δίστοιχος
δίστολος
δίστομος
δισύναπτος
δισχῑ́λιοι
διτάλαντος
διττός
διῡλίζω
διφαλαγγίᾱ
διφάσιος
δῑφάω
διφθέρᾱ
View word page
δί-στολος
δίστολοςονadjστόλος of sisterstravelling as a pairtwo togetherS.

ShortDef

in pairs, two together

Debugging

Headword:
δίστολος
Headword (normalized):
δίστολος
Headword (normalized/stripped):
διστολος
IDX:
9631
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9632
Key:
δίστολος

Data

{'headword_display': '<b>δί-στολος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δί<hyph/>στολος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>στόλος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of sisters</Indic><Def>travelling as a pair</Def><Tr>two together</Tr><Au>S.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δίστολος'}