Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δισθανής
δισκέω
δίσκημα
δίσκηπτρος
δίσκος
δίσκουρα
δισμῡ́ριοι
δισσάρχαι
δισσός
διστάζω
διστεφής
δίστοιχος
δίστολος
δίστομος
δισύναπτος
δισχῑ́λιοι
διτάλαντος
διττός
διῡλίζω
διφαλαγγίᾱ
διφάσιος
View word page
δι-στεφής
διστεφήςέςadjδίςστέφος of a charioteertwice-crownedas victorCall.

ShortDef

twice-crowned

Debugging

Headword:
διστεφής
Headword (normalized):
διστεφής
Headword (normalized/stripped):
διστεφης
IDX:
9629
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9630
Key:
διστεφής

Data

{'headword_display': '<b>δι-στεφής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δι<hyph/>στεφής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>δίς</Ref><Ref>στέφος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a charioteer</Indic><Tr>twice-crowned<Expl>as victor</Expl></Tr><Au>Call.</Au></aS1></AE>', 'key': 'διστεφής'}